- διαφροντίζω
- διαφροντίζωmeditate onpres subj act 1st sgδιαφροντίζωmeditate onpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαφροντίζω — (Α) 1. σκέπτομαι, μελετώ κάτι 2. γεν. φροντίζω, προσέχω, φυλάσσω («διαφροντίζειν ἥκιστα ἀναγκαῑον ἐν τῇ πολιτείᾳ τῇ τοιαύτη ἢ πατέρα ὡς υἱῶν», Αριστοτ. Πολιτεία) … Dictionary of Greek
διαφροντίσαι — διαφροντίζω meditate on aor inf act διαφροντίσαῑ , διαφροντίζω meditate on aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφροντίζειν — διαφροντίζω meditate on pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφροντίζων — διαφροντίζω meditate on pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)